Το 2011 στην πόλη Μπουν της Νότιας Καρολίνας ο Χιου Χάουι, ένας 36-χρονος υπάλληλος γραφείου, ξεκίνησε να γράφει μια σειρά από νουβέλες επιστημονικής φαντασίας με το όνομα “Wool”. Οι ιστορίες του Wool διαδραματίζονται σε ένα σκοτεινό μέλλον, στο οποίο η ανθρωπότητα επιβιώνει σε υπόγεια καταφύγια, με ελάχιστους φυσικούς πόρους και με αυστηρό έλεγχο γεννήσεων. Για να γεννηθεί κάποιο παιδί πρέπει υποχρεωτικά να πεθάνει πρώτα κάποιος για να αδειάσει θέση.
Τις παλιές εποχές, πριν το internet, ένας νέος συγγραφέας, όπως ο Χιου θα πήγαινε από εκδοτικό οίκο σε εκδοτικό οίκο με την νουβέλα του παραμάσχαλα. Αντί να ακολουθήσει αυτή την οδό , ο Χάουι έφτιαξε έναν λογαριασμό στο Amazon και έβαλε το βιβλίο του εκεί, διαθέσιμο για κατέβασμα σε μορφή e-book και σε μορφή print-on-demand. Έγινε δηλαδή εκδότης του εαυτού του. Τους πρώτους έξι μήνες του 2011, είχε πουλήσει 14.000 αντίτυπα και ο ενθουσιασμός των αναγνωστών του ολοένα και αυξάνονταν.
Η επιτυχία του Χάουι δεν πέρασε απαρατήρητη. Σύντομα τον προσέγγισαν ατζέντηδες για να αναλάβουν εκείνοι το κανάλι διανομής της σειράς βιβλίων ”Wool” μέσα από παραδοσιακότερους δρόμους. Ο Χάουι όμως ήταν διστακτικός απέναντι σε αυτές τις προτάσεις. Βρισκόμασταν πλέον στις αρχές του 2012 και ο Χάουι έβγαζε από το Wool περίπου 12.000 δολάρια το μήνα. Κανένας από τους ατζέντηδες δεν μπορούσε να του εγγυηθεί έναν τέτοιο ποσό το μήνα, όσο μεγάλος και αν ήταν ο εκδοτικός οίκος τον οποίο αντιπροσώπευαν.
Τον Μάιο του 2012 ο Χάουι έβγαζε πλέον 130.000 δολάρια το μήνα από τα βιβλία του. Οι ατζέντηδες πλέον στριφογύριζαν νευρικά στις καρέκλες τους όταν άκουγαν το όνομα “Χιου Χαουι”. Αυτός ο τύπος απειλούσε να τινάξει το μοντέλο λειτουργίας του τρόπου δουλειάς τους με την επιτυχία του. Ο Χάουι πλέον μπορούσε να κάνει συμβόλαια με τους δικούς του όρους. Ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος ο “Simon & Schuster” θυγατρική εταιρεία του κολοσσού CBS του έδωσε σχεδόν 1.000.000 για δικαιώματα απλά και μόνο ανατύπωσης του Wool και ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό για δικαιώματα ταινίας, αυτό το τελευταίο ο Χαουι το απέρριψε, γιατί στόχευε ακόμα ψηλότερα.
Καλώς ήλθατε στην εποχή των ebooks , στην εποχή του “γίνε-εκδότης-του-εαυτού-σου”. To 2008 μόνο το 1% των βιβλίων που τυπωνόταν παγκοσμίως ήταν σε ψηφιακή μορφή . Σήμερα το ποσοστό αυτό αγγίζει το 20%. Δεκαπέντε εκατομμύρια Αμερικάνοι διαβάζουν πλέον σε μορφή e-books, ενώ σύμφωνα με στατιστικές μελέτες ο αριθμός αυτός θα διπλασιαστεί τα επόμενα δύο χρόνια.
Πολλοί θα πουν , ότι η ανάγνωση βιβλίων είναι κάτι το ξεπερασμένο, ότι ζούμε στην εποχή της εικόνας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανακρίβεια από αυτό. Ίσως ζούσαμε στην εποχή της εικόνας τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, όμως η θεαματική διείσδυση του Internet στην καθημερινότητα των περισσότερων ανθρώπων ξαναέβαλε την ανάγνωση κειμένων πίσω στην καθημερινότητα μας. Μόνο που πλέον το μέσο είναι δημοκρατικό. Ο καθένας μπορεί να γράψει ένα βιβλίο , σε μορφή ebook και να το εκδώσει μέσα σε λίγα λεπτά χωρίς καθόλου κόστους. Με ελάχιστο κόστος μπορεί να το εκδώσει σε μορφή print-on-demand, σε μορφή δηλαδή που τυπώνεται μόνο όταν κάποιος πελάτης παραγγέλνει ένα αντίτυπο από το ηλεκτρονικό πολυκατάστημα της επιλογής του.
Ζούμε στην εποχή που η ανθρωπότητα διαβάζει πιο πολύ από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ιστορίας του. Σύμφωνα με αυτή εδώ την δημογραφική μελέτη, το 1949 το 20% των Αμερικάνων διάβαζε έστω και ένα βιβλίο την στιγμή της δημοσκόπησης. Το ποσοστό αυτό παρέμεινε περίπου σταθερό μέχρι και την δεκαετία του 80 , την δεκαετία που όλοι έβλεπαν τηλεόραση (δεν ξέρω αν την θυμάστε, είναι εκείνο το κουτί που μέσα είναι ο Πρετεντέρης και λέει βλακείες). Την δεκαετία του 1990 το 30% των Αμερικάνων διάβαζε έστω και ένα βιβλίο.Το 2005 το 45% των Αμερικάνων.
Tο 1949 το 20% των Αμερικάνων διάβαζε έστω και ένα βιβλίο την στιγμή της δημοσκόπησης.Το 2005 το 45% των Αμερικάνων. Ζούμε στην εποχή του βιβλίου.
Εάν αθροίσουμε τις πωλήσεις παραδοσιακών βιβλίων (εκείνα τα αντικείμενα με τις σελίδες που μυρίζουν ωραία – δεν ξέρω αν τα θυμάσαι) των ηλεκτρονικών βιβλίων (εκείνα που είναι ολόιδια με τα παραδοσιακά αλλά δεν μυρίζουν ωραία) βλέπουμε ότι πωλούνται συνολικά πάνω από 3.000.000.0000 (δισεκατομμύρια) αντίτυπα το χρόνο. Ζούμε στα αλήθεια στην εποχή του βιβλίου, μόνο που είναι δύσκολο στο να το εξηγήσεις στους Ψηφιακά Απαισιόδοξους που κρατάνε ακόμα τα ηνία της χώρας.
Βέβαια, το παραδοσιακό μοντέλο πώλησης βιβλίων δεν είναι ακόμα ούτε παρωχημένο , ούτε φυσικά νεκρό όπως αποδυκνείεται από τις ιλιγγιώδεις πωλήσεις για παράδειγμα του “50 αποχρώσεις του Γκρι” . Πάντως το μοντέλο αυτό είναι σίγουρα προβληματικό . Ολόκληρα δάση αποψιλώνονται για να γίνουν χαρτί για να μπουν σε αποθήκες για να πωληθούν , να κοπούν, να τυπωθούν, να ξανακοπούν, να βιβλιοθετηθούν, να ξαναμπουν σε αποθήκες, να μπουν σε φορτηγά, για να πωληθούν και τελικά να διαβαστούν. Και όλα αυτά γιατί τα κανονικά βιβλία (αυτά που έχουν μέσα σελίδες-δεν ξέρω αν τα θυμάσαι) μυρίζουν ωραία. Πάντως ενώ η παραπάνω “διαδικασία” είναι σίγουρα εγκληματική για την διανομή “σύντομα αναλώσιμων” προϊόντων όπως το περιοδικό και η εφημερίδα, είναι ανεκτό και αρκετά αποδοτικό για αντικείμενα που μπορεί να θέλουμε να τα κρατήσουμε για μια ολόκληρη ζωή, όπως τα βιβλία.
Αυτό που δεν είναι καθόλου αποδοτικό είναι το μοντέλο λειτουργίας των παραδοσιακών εκδοτικών οίκων. Ακόμα και στην παρούσα μορφή τους, τα κέρδη τους είναι ήδη οριακά με αποτέλεσμα να πληρώνουν τους δημιουργούς όλο και λιγότερο. Συγγραφείς όπως ο Χιου Χαουι , όπως η Αμάντα Χώκιν (νοσηλεύτρια που έβγαλε πάνω από 2 εκατομμύρια δολάρια πουλώντας e-books στο Amazon με βρυκόλακες και με ζόμπια) είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Πιστεύω πως σύντομα το μοντέλο λειτουργίας θα φτάσει στο τέλος του. Και τότε όλοι οι συγγραφείς θα γίνουν print-on-demand εκδότες του εαυτού τους. Δεν θα γίνουν όλοι Χιου Χάουι, Αμαντα Χώκιν, Ε.Λ. Τζέημς ή Τζ.Κ. Ροουλιγκ. Πάντως θα βγάζουν πολύ περισσότερα χρήματα από ότι βγάζουν σήμερα